- Ἀχιλλῆα
- Ἀχιλλεύςmasc acc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επωλένιος — ἐπωλένιος, ον (Α) [ωλένη] 1. αυτός που φέρεται, κρατιέται στην αγκαλιά κάποιου («ἐπωλένιον φορέουσα Πηλεΐδην Ἀχιλλῆα», Απολλ. Ρόδ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) φρ. «ἐπωλένιον κιθαρίζειν» κρατώντας την κιθάρα) … Dictionary of Greek
λαιψηροδρόμος — λαιψηροδρόμος, ον (Α) αυτός που τρέχει γρήγορα, ταχύς («λαιψηροδρόμον Ἀχιλλήα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιψηρός + δρόμος (πρβλ. ευθυ δρόμος)] … Dictionary of Greek
λαιψηρός — λαιψηρός, ά, όν (Α) 1. ελαφρός, γρήγορος, ευκίνητος, ανάλαφρος («ὅς oἱ ἐπῶρσε μένος λαιψηρά τε γοῡνα», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει γρήγορα πόδια, ταχύς («ὧς αἰεὶ Ἀχιλλῆα κιχήσατο κῡμα ῤόοιο καὶ λαιψηρὸν ἔοντα», Ομ. Ιλ.) 3. (το ουδ.… … Dictionary of Greek
πτολίπορθος — ον, Α αυτός που εκπορθεί, που κυριεύει και λεηλατεί πόλεις (α. «πτολίπορθον στίχα Μήδων», Διόδ. Σικ. β. «πτολιπόρθοις ἐν μάχαις», Πίνδ. γ. «λισσομένη τιμῆσαι Ἀχιλλῆα πτολίπορθον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πτόλις, επικ. τ. τού πόλις + πορθος (<… … Dictionary of Greek